κατάφευξις

κατάφευξις
κατάφευξις, ἡ (Α) [καταφέρνω]
1. καταφυγή για ασφάλεια («Ἀθηναῑοι τὴν κατάφευξιν ἐποιοῡντο εἰς τὸν ἑαυτῶν ὅρμον» — οι Ἀθηναῑοι κατέφευγαν στον όρμο τους, Θουκ.)
2. τόπος ασφαλής, καταφύγιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατάφευξις — flight for refuge fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφευξιν — κατάφευξις flight for refuge fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφεύξῃ — καταφεύξηι , κατάφευξις flight for refuge fem dat sg (epic) καταφεύγω flee for refuge fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”